- διαπειραθῆναι
- διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαιmake trialaor inf mp (attic)διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαιmake trialaor inf mp (doric aeolic)διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαιmake trialaor inf pass (attic)διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαιmake trialaor inf pass (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.